ὁμοφυλίαν

ὁμοφυλίαν
ὁμοφῡλίᾱν , ὁμοφυλία
sameness of race
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ομοφυλία — η (ΑΜ ὁμοφυλία) [ομόφυλος] ταυτότητα ή ομοιότητα τής φυλής ή τού γένους, συγγένεια («τὸ γὰρ τῶν Ἀρμενίων ἔθνος καὶ τὸ τῶν Σύρων καὶ Ἀράβων πολλὴν ὁμοφυλίαν ἐμφαίνει κατά τε τὴν διάλεκτον...», Στράβ.) νεοελλ. 1. ομάδα φυλών ή εθνών που συγγενεύουν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”